Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατανάλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατανάλωσ|η <-εις> [kataˈnalɔsi] SUBST θηλ

1. κατανάλωση (γενικά):

κατανάλωση
Verbrauch αρσ
βιομηχανική κατανάλωση
κατανάλωση ενέργειας
εσωτερική κατανάλωση ΟΙΚΟΝ
μέση κατανάλωση
κατανάλωση νερού
κατανάλωση πετρελαίου
προσωπική κατανάλωση
κατανάλωση ρεύματος
τελική κατανάλωση
Endverbrauch αρσ

2. κατανάλωση (τροφίμων, τσιγάρων):

κατανάλωση
Konsum αρσ
μαζική κατανάλωση
Massenkonsum αρσ
κατανάλωση ναρκωτικών
Drogenkonsum αρσ
Konsumanstieg αρσ
Konsumquote θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κατανάλωση

βιομηχανική κατανάλωση
κατανάλωση ενέργειας
κατανάλωση πετρελαίου
προσωπική κατανάλωση
κατανάλωση ρεύματος
παγκόσμια κατανάλωση
εσωτερική κατανάλωση ΟΙΚΟΝ
μέση κατανάλωση
κατανάλωση νερού
τελική κατανάλωση
μαζική κατανάλωση
κατανάλωση ναρκωτικών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский