Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|αβάλλω <-έβαλα, -αβλήθηκα, -αβλημένος> [kataˈvalɔ] VERB μεταβ

1. καταβάλλω (νικώ):

καταβάλλω

2. καταβάλλω (πληρώνω):

καταβάλλω

3. καταβάλλω (δαμάζω):

καταβάλλω

ιδιωτισμοί:

καταβάλλω κόπους
sich δοτ Mühe geben
καταβάλλω προσπάθειες

Παραδειγματικές φράσεις με καταβάλλω

καταβάλλω κόπους
καταβάλλω προσπάθειες
κάνω/καταβάλλω προσπάθειες να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский