Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάθλιψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάθλιψ|η <-εις> [kaˈtaθlipsi] SUBST θηλ

1. κατάθλιψη:

κατάθλιψη
Bedrückung θηλ

2. κατάθλιψη (ως ψυχολογική πάθηση):

κατάθλιψη
Depression θηλ
παθαίνω κατάθλιψη
πάσχω από κατάθλιψη

Παραδειγματικές φράσεις με κατάθλιψη

παθαίνω κατάθλιψη
πάσχω από κατάθλιψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский