Ελληνικά » Γερμανικά

I . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +αιτ

2. κατά (δηλώνοντας κατεύθυνση):

3. κατά (δηλώνοντας χρονική εγγύτητα):

4. κατά (δηλώνοντας χρονική σύμπτωση):

während +γεν

II . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +γεν [kaˈta] (εναντίον)

III . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] ΕΠΊΡΡ [kaˈta] (εναντίον)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский