Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρδιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καρδιακ|ός <-ή, -ό> [karðjaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. καρδιακός (σχετικός με την καρδιά):

καρδιακός
Herz-
Herzkrankheit θηλ
Herzschlag αρσ

2. καρδιακός (εγκάρδιος):

καρδιακός

3. καρδιακός (άρρωστος):

καρδιακός

II . καρδιακ|ός <-ή, -ό> [karðjaˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

καρδιακός
Herzpatient(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με καρδιακός

καρδιακός καθετήρας
καρδιακός μυς
Herzmuskel αρσ
καρδιακός παλμός
Herzschlag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский