Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καραμέλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καραμέλα [karaˈmɛla] SUBST θηλ

καραμέλα
Bonbon αρσ
γλυκός σαν καραμέλα
πιπιλίζω κάτι σαν καραμέλα οικ

Παραδειγματικές φράσεις με καραμέλα

καραμέλα θηλ μέντας
πιπιλίζω κάτι σαν καραμέλα οικ
γλυκός σαν καραμέλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский