Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καπνίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καπνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kapˈnizɔ] VERB μεταβ

1. καπνίζω (τσιγάρο):

καπνίζω

2. καπνίζω (κρέας):

καπνίζω

II . καπνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kapˈnizɔ] VERB αμετάβ

1. καπνίζω (είμαι καπνιστής):

καπνίζω

2. καπνίζω (βγάζω καπνό: υγρό ξύλο):

καπνίζω

Παραδειγματικές φράσεις με καπνίζω

καπνίζω αρειμανίως
καπνίζω πίπα
καπνίζω μαύρο
δεν καπνίζω - ούτε (κι) εγώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский