Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμαρωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καμαρωτ|ός <-ή, -ό> [kamarɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. καμαρωτός (περήφανος):

καμαρωτός
καμαρωτός σαν παγώνι

2. καμαρωτός (αψιδωτός):

καμαρωτός

Παραδειγματικές φράσεις με καμαρωτός

καμαρωτός σαν παγώνι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский