Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμίνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καμίνι [kaˈmini] SUBST ουδ

1. καμίνι (για λιώσιμο μετάλλων):

καμίνι
Schmelzofen αρσ

2. καμίνι οικ μτφ (μιλώντας για ζέστη):

καμίνι είναι εδώ πέρα!

3. καμίνι μτφ (πάθος, φλόγα):

καμίνι
Feuer ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με καμίνι

καμίνι είναι εδώ πέρα!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский