Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλόπιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλόπιστ|ος <-η, -ο> [kaˈlɔpistɔs] ΕΠΊΘ

καλόπιστος
καλόπιστος αγοραστής ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με καλόπιστος

καλόπιστος αγοραστής ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский