Ελληνικά » Γερμανικά

κακομεταχειρί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [kakɔmtaçiˈrizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

2. κακομεταχειρίζομαι (κακοποιώ):

καλομεταχειρί|ζομαι <-στηκα> [kalɔmɛtaçiˈrizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

κακομεταχείρισ|η <-εις> [kakɔmɛtaˈçirisi] SUBST θηλ

μεταχειρί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [mɛtaçiˈrizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. μεταχειρίζομαι (χρησιμοποιώ):

2. μεταχειρίζομαι (καλά ή άσχημα: άνθρωπο, μηχάνημα):

αμεταχείριστ|ος <-η, -ο> [amɛtaˈçiristɔs] ΕΠΊΘ

ευκολομεταχείριστ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔlɔmɛtaˈçiristɔs] ΕΠΊΘ

κακοφ|αίνεται <-άνηκε> [kakɔˈfɛnɛtɛ] VERB απρόσ ρήμα

ευμεταχείριστ|ος <-η, -ο> [ɛvmɛtaˈçiristɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский