Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακοζωισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κακοζωισμέν|ος <-η, -ο> [kakɔzɔizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

είναι κακοζωισμένος

Παραδειγματικές φράσεις με κακοζωισμένος

είναι κακοζωισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский