Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθόλου“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθόλου [kaˈθɔlu] ΕΠΊΡΡ

1. καθόλου (σε αρνητική πρόταση):

καθόλου
δεν ξέρει καθόλου πώς να
δεν έχει καθόλου όρεξη
δεν είναι καθόλου αστείο!
δε φοβόσουν; - καθόλου!
άχρηστο είναι, ε; - καθόλου!

2. καθόλου (σε ερωτήσεις):

καθόλου
το βλέπεις καθόλου;

Παραδειγματικές φράσεις με καθόλου

άχρηστο είναι, ε; - καθόλου!
δεν έχει καθόλου όρεξη
δε φοβόσουν; - καθόλου!
το βλέπεις καθόλου;
με προσέχεις καθόλου;
μ' ακούς καθόλου;
δε διαφέρουν καθόλου
δε μαύρισα καθόλου
δεν ενοχλείτε καθόλου
δεν ξέρει καθόλου πώς να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский