Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κίνητρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κίνητρο [ˈcinitrɔ] SUBST ουδ

1. κίνητρο (παρορμητική αιτία):

κίνητρο
Beweggrund αρσ
αγοραστικό κίνητρο
Kaufanreiz αρσ
niedere Beweggründe αρσ πλ

2. κίνητρο (ειδικά εγκλήματος):

κίνητρο
Motiv ουδ

3. κίνητρο (όρεξη: για μάθηση κτλ):

κίνητρο
Motivation θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κίνητρο

αγοραστικό κίνητρο
Kaufanreiz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский