Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάρβουνο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάρβουνο [ˈkarvunɔ] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με κάρβουνο

μαύρος σαν το κάρβουνο
ζωγραφική με κάρβουνο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский