Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB μεταβ

6. κάνω (επαγγέλλομαι):

8. κάνω (βλάπτω κάποιον):

κάνω

9. κάνω (διανύω):

κάνω

11. κάνω (στοιχίζω):

κάνω

II . κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB αμετάβ

3. κάνω (ρούχα: έχω το κατάλληλο μέγεθος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский