Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάλυψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάλυψ|η <-εις> [ˈkalipsi] SUBST θηλ

1. κάλυψη (σκέπασμα):

κάλυψη
Bedeckung θηλ

2. κάλυψη (οικονομική, κοινωνική):

κάλυψη
Deckung θηλ
ασφαλιστική κάλυψη
κάλυψη δαπανών
Kostendeckung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κάλυψη

κάλυψη θηλ δαπανών
κάλυψη δαπανών
κάλυψη θηλ των εξόδων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский