Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδιαίτερα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ιδιαίτερα [iðiˈɛtɛra] SUBST ουδ πλ

ιδιαίτερα
Privatangelegenheiten θηλ πλ

II . ιδιαίτερα [iðiˈɛtɛra] ΕΠΊΡΡ

1. ιδιαίτερα (ειδικά):

ιδιαίτερα

2. ιδιαίτερα (προσωπικά):

ιδιαίτερα

Παραδειγματικές φράσεις με ιδιαίτερα

ιδιαίτερα οδυνηρός
ιδιαίτερα μαθήματα
Privatunterricht αρσ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский