Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θολωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θολωτ|ός <-ή, -ό> [θɔlɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. θολωτός (σε σχήμα θόλου):

θολωτός

2. θολωτός (που έχει θόλο):

θολωτός
θολωτός διάδρομος
Bogengang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με θολωτός

θολωτός διάδρομος
Bogengang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский