Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θλίβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θλί|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈθlivɔ] VERB μεταβ

1. θλίβω (πιέζω):

θλίβω

2. θλίβω (προκαλώ λύπη):

θλίβω

3. θλίβω (προκαλώ θλίψη):

θλίβω

4. θλίβω (προκαλώ οδύνη):

θλίβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский