Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεωρούμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεωρούμεν|ος <-η, -ο> [θɛɔˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. θεωρούμενος (γενικά):

θεωρούμενος

2. θεωρούμενος (ένοχος, δολοφόνος):

θεωρούμενος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский