Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θερμαντικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θερμαντικ|ός <-ή, -ό> [θɛrmandiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. θερμαντικός (σχετικός με τη θερμότητα):

θερμαντικός
Wärme-
Wärmeeinheit θηλ

2. θερμαντικός (σχετικός με τη θέρμανση):

θερμαντικός
Heiz-
Heizkraft θηλ
Heizelement ουδ
Heizkörper αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με θερμαντικός

θερμαντικός μανδύας
Heizmantel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский