Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θερμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θέρμη [ˈθɛrmi] SUBST θηλ

1. θέρμη (πυρετός):

Fieber ουδ

2. θέρμη (ζήλος):

Eifer αρσ

3. θέρμη (ενθουσιασμός):

Begeisterung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με θερμή

θερμή κάθοδος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский