Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεραπεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεραπεία [θɛraˈpia] SUBST θηλ

1. θεραπεία (περίθαλψη):

θεραπεία
Behandlung θηλ

2. θεραπεία (μέθοδος νοσηλείας):

θεραπεία
Therapie θηλ
θεραπεία γονιδίων, γονιδιακή θεραπεία
Gentherapie θηλ
θεραπεία με λέιζερ
θεραπεία χαλάρωσης

3. θεραπεία ΨΥΧ:

θεραπεία
Therapie θηλ
θεραπεία Γκεστάλτ
οικογενειακή θεραπεία
θεραπεία περιβάλλοντος
θεραπεία συμπεριφοράς

Παραδειγματικές φράσεις με θεραπεία

θεραπεία γονιδίων, γονιδιακή θεραπεία
γονιδιακή θεραπεία
θεραπεία χαλάρωσης
θεραπεία Γκεστάλτ
οικογενειακή θεραπεία
θεραπεία συμπεριφοράς
θεραπεία θηλ μέσω της μορφής
θεραπεία με λέιζερ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский