Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: θεριστής , θερισμός , Θεριστής , θεριστικός , θερινός , θεριεύω και θεριό

θεριστής (θερίστρ(ι)α) [θɛrisˈtis, θɛˈristr(i)a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

θεριστής (θερίστρ(ι)α)
Mäher(in) αρσ (θηλ)

Θεριστής [θɛrisˈtis] SUBST αρσ (Ιούνιος)

θερισμός [θɛrizˈmɔs] SUBST αρσ

θεριστικ|ός <-ή, -ό> [θɛristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

θεριό [θɛˈri̯ɔ] SUBST ουδ

θερ|ιεύω <-ιεψα, -ιεμένος> [θɛˈri̯ɛvɔ] VERB αμετάβ

1. θεριεύω (γιγαντώνομαι):

2. θεριεύω (φυτό: φουντώνω πολύ):

θεριν|ός <-ή, -ό> [θɛriˈnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский