Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεμελιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεμελιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [θɛmɛliˈɔnɔ [ή ]θɛmɛˈʎɔnɔ] VERB μεταβ

1. θεμελιώνω:

θεμελιώνω ένα κτήριο

2. θεμελιώνω μτφ (συγκροτώ τις βάσεις):

θεμελιώνω

3. θεμελιώνω (στηρίζω λογικά: τις απόψεις μου):

θεμελιώνω

Παραδειγματικές φράσεις με θεμελιώνω

θεμελιώνω ένα κτήριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский