Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θέση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θέσ|η <-εις> [ˈθɛsi] SUBST θηλ

1. θέση (τοποθεσία, κατάσταση, στάση: οριζόντια):

θέση
Lage θηλ
είμαι σε θέση να
in der Lage sein, zu
έλα στη θέση μου
στη θέση σου θα

2. θέση (σώματος: κυρτή, όρθια κτλ):

θέση
Position θηλ

3. θέση (ορισμένο μέρος, χώρος):

θέση
Platz αρσ
κάνω θέση

4. θέση (ορισμένο σημείο):

θέση
Stelle θηλ
θέση
Position θηλ
θέσεις θηλ πλ παικτών ΑΘΛ
Spielerpositionen θηλ πλ

5. θέση (χώρος για εξάρτημα συσκευής):

θέση
Fach ουδ
Beutelfach ουδ

6. θέση (σε λεωφορείο, τρένο, εστιατόριο):

θέση
Platz αρσ
Fensterplatz αρσ

7. θέση (κάθισμα):

θέση
Sitz αρσ

8. θέση (κατηγορία σε τρένο ή αεροπλάνο):

θέση
Klasse θηλ
Economyklasse θηλ

9. θέση (άποψη):

θέση
Standpunkt αρσ

10. θέση (πόστο):

θέση
Stelle θηλ
θέση
Stellung θηλ
θέση εργασίας
Arbeitsplatz αρσ
θέση εργασίας
Arbeitsstelle θηλ
freie Stelle θηλ
Stellentausch αρσ
Dauerstellung θηλ
ελεύθερη θέση
offene Stelle θηλ
μόνιμη θέση
feste Stellung θηλ
θέση σπουδών
Studienplatz αρσ
Stellenabbau αρσ

11. θέση μτφ (επίπεδο):

θέση
Status αρσ
sozialer Status αρσ

12. θέση (επιστημονική θέση):

θέση
These θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский