Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θέρετρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θέρετρο [ˈθɛrɛtrɔ] SUBST ουδ

1. θέρετρο (τόπος):

θέρετρο
Sommerfrische θηλ
θέρετρο
Urlaubsort αρσ

2. θέρετρο (σπίτι):

θέρετρο
Landhaus ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский