Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θέλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θέλω <-εις και θες, -ησα, (η)θελημένος> [ˈθɛlɔ] VERB μεταβ

4. θέλω (ποθώ ερωτικά):

θέλω

5. θέλω (είναι μοιραίο):

6. θέλω (οφείλω: χρήματα):

θέλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский