Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θάψιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θάψιμο [ˈθapsimɔ] SUBST ουδ

1. θάψιμο (ενταφιασμός):

θάψιμο
Beerdigung θηλ

2. θάψιμο (αντικειμένων):

θάψιμο
Vergraben αρσ

3. θάψιμο μτφ οικ (κακολόγηση):

θάψιμο
θάψιμο
Klatschen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский