Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζόρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζόρι [ˈzɔri] SUBST ουδ

2. ζόρι (βία):

ζόρι
Gewalt θηλ
με το ζόρι

3. ζόρι (κόπος):

ζόρι
Mühe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ζόρι

με το ζόρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский