Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζωηρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζωηρ|εύω <-εψα> [zɔiˈrɛvɔ] VERB μεταβ

ζωηρεύω κάτι
Leben in etw αιτ bringen

II . ζωηρ|εύω <-εψα> [zɔiˈrɛvɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ζωηρός)

ζωηρεύω

Παραδειγματικές φράσεις με ζωηρεύω

ζωηρεύω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский