Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζυγίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζυγί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ziˈjizɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. ζυγίζω (μετρώ το βάρος, έχω βάρος):

ζυγίζω

2. ζυγίζω (σταθμίζω, υπολογίζω: λόγια, μειονεκτήματα):

ζυγίζω

3. ζυγίζω (εκτιμώ):

ζυγίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский