Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ζουλώ , ουλή , ζουμ , βουλή , Βουλή , ζουπώ , ζουμί , ζούλα , ζουρλός και ζουλίζω

ζουλ|ώ <-άς, -ηξα [ή -ησα], -ήχτηκα, -ηγμένος> [zuˈlɔ], ζουλ|ίζω [zuˈlizɔ] <-ισα [ή -ιξα], -ήχτηκα, -ιγμένος> VERB μεταβ

1. ζουλώ (συνθλίβω):

2. ζουλώ (ώστε να χαλάσει):

3. ζουλώ (πατώ):

4. ζουλώ (φρούτο):

5. ζουλώ (δάχτυλα σε πόρτα):

ζούλα [ˈzula] SUBST θηλ

ζουμί [zuˈmi] SUBST ουδ

1. ζουμί (χυμός, ζωμός):

Saft αρσ

2. ζουμί μτφ (κέρδος):

Gewinn αρσ

ζουπ|ώ <-άς, -ησα, -ήχτηκα, -ηγμένος> [zuˈpɔ], ζουπί|ζω [zuˈpizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

ζουπώ s. ζουλώ

Βλέπε και: ζουλώ

ζουλ|ώ <-άς, -ηξα [ή -ησα], -ήχτηκα, -ηγμένος> [zuˈlɔ], ζουλ|ίζω [zuˈlizɔ] <-ισα [ή -ιξα], -ήχτηκα, -ιγμένος> VERB μεταβ

1. ζουλώ (συνθλίβω):

2. ζουλώ (ώστε να χαλάσει):

3. ζουλώ (πατώ):

4. ζουλώ (φρούτο):

5. ζουλώ (δάχτυλα σε πόρτα):

Βουλή [vuˈli] SUBST θηλ

2. Βουλή (το κτήριο):

ζουμ [zum] SUBST ουδ αμετάβλ

1. ζουμ (φακός):

Zoomobjektiv ουδ
Zoom ουδ
Zoomobjektiv ουδ

2. ζουμ (αλλαγή της εστιακής απόστασης):

Zoomen ουδ
Zoom ουδ

3. ζουμ (λήψη με εφέ ζουμ):

Zoomaufnahme θηλ

ουλή [uˈli] SUBST θηλ

ζουρλ|ός <-ή, -ό> [zurˈlɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский