Ελληνικά » Γερμανικά

ζητ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ziˈtɔ] VERB μεταβ

3. ζητώ (θέλω, περιμένω):

II . ζήτω [ˈzitɔ] SUBST ουδ

Hochruf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский