Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζευγάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζευγάρι [zɛˈvɣari] SUBST ουδ

1. ζευγάρι (άνθρωποι, αντικείμενα):

ζευγάρι
Paar ουδ
γίνομαι ζευγάρι
ένα ζευγάρι παπούτσια
ein Paar ουδ Schuhe

2. ζευγάρι (στο πόκερ):

ζευγάρι
Pärchen ουδ
zwei Pärchen ουδ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με ζευγάρι

γίνομαι ζευγάρι
ένα ζευγάρι ουδ αλλοδαπών
ένα ζευγάρι παπούτσια
ein Paar ουδ Schuhe

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский