Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζάρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζάρωμα [ˈzarɔma] SUBST ουδ

1. ζάρωμα (ρούχου):

ζάρωμα
Zerknittern ουδ

2. ζάρωμα (μετώπου):

ζάρωμα
Runzeln ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский