Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευκαιρία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευκαιρία [ɛfcɛˈria] SUBST θηλ

1. ευκαιρία (περίσταση ευνοϊκή):

ευκαιρία
Gelegenheit θηλ
(δεν) έχω ευκαιρία να κάνω κάτι
αρπάζω την ευκαιρία
χάνω μια ευκαιρία
αυτή την ευκαιρία δε θα τη χάσω
δε βρήκα ευκαιρία/δε μου δόθηκε η ευκαιρία να το
με την ευκαιρία αυτή θα 'θελα να
με την πρώτη ευκαιρία θα
μου δόθηκε η ευκαιρία να
δε χάνει ευκαιρία να λέει ότι
μη χάσεις ευκαιρία! ειρων

2. ευκαιρία (δυνατότητα):

ευκαιρία
Möglichkeit θηλ

3. ευκαιρία (εξαιρετική, ενδεχόμενη ή τελευταία δυνατότητα):

ευκαιρία
Chance θηλ
δώσε μου μια ευκαιρία ακόμα
είναι η ευκαιρία της ζωής σου!
Absatzchancen θηλ
ισότητα θηλ ευκαιριών ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με ευκαιρία

δεν αφήνω μια ευκαιρία
μη χάσεις ευκαιρία! ειρων
αδράχνω την ευκαιρία
αρπάζω την ευκαιρία
χάνω μια ευκαιρία
μου δόθηκε η ευκαιρία να
με την πρώτη ευκαιρία θα
δώσε μου μια ευκαιρία ακόμα
δε βρήκα ευκαιρία/δε μου δόθηκε η ευκαιρία να το
είναι η ευκαιρία της ζωής σου!
(δεν) έχω ευκαιρία να κάνω κάτι
δε χάνει ευκαιρία να λέει ότι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский