Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εταίρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εταίρος [ɛˈtɛrɔs] SUBST mf

1. εταίρος (σύντροφος):

εταίρος
Partner αρσ

2. εταίρος:

εταίρος ΟΙΚΟΝ, ΠΟΛΙΤ
Partner(in) αρσ (θηλ)
εμπορικός εταίρος
Sozialpartner αρσ

4. εταίρος EE:

συνδεδεμένος εταίρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский