Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ετήσιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ετήσι|ος <-α, -ο> [ɛˈtisiɔs] ΕΠΊΘ

ετήσιος
jährlich, Jahres-
Jahresbasis θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ετήσιος

ετήσιος λογαριασμός ΛΟΓΙΣΤ
ετήσιος δακτύλιος
Jahresring αρσ
ετήσιος ισολογισμός
ετήσιος απολογισμός ΟΙΚΟΝ
ετήσιος μισθός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский