Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερώτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερώτημα [ɛˈrɔtima] SUBST ουδ

1. ερώτημα:

ερώτημα
Frage θηλ
το ερώτημα είναι αν
die Frage ist, ob
ε, αυτό είναι το ερώτημα
το αμείλικτο ερώτημα
το αρχικό ερώτημα
επίμαχο ερώτημα
Streitfrage θηλ
το κεντρικό ερώτημα
die Kernfrage θηλ

2. ερώτημα Η/Υ:

ερώτημα
Abfrage θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ερώτημα

επίμαχο ερώτημα
το ερώτημα είναι αν
ερώτημα ουδ του διαγωνίσματος
το αμείλικτο ερώτημα
το αρχικό ερώτημα
το κεντρικό ερώτημα
die Kernfrage θηλ
ε, αυτό είναι το ερώτημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский