Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερυθρό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερυθρό [ɛriˈθrɔ] SUBST ουδ

ερυθρό
Rot ουδ
ερυθρό του Κονγκό
Kongorot ουδ
ερυθρό της ερυθρός
Kresolrot ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ερυθρό

ερυθρό ουδ του καδμίου
Kadmiumrot ουδ
ερυθρό ουδ της κρεσόλης
Kresolrot ουδ
ερυθρό του Κονγκό
Kongorot ουδ
ερυθρό της ερυθρός
Kresolrot ουδ
rote Zwiebel θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский