Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργάτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργάτης (εργάτρια) [ɛrˈɣatis, ɛrˈɣatria] SUBST αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με εργάτης

εργάτης αποθήκης
βοηθητικός εργάτης
εργάτης οικοδομών
μόνιμος εργάτης
εργάτης σε χωράφι
Industriearbeiter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский