Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργά|ζομαι <-στηκα> [ɛrˈɣazɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. εργάζομαι (δουλεύω):

εργάζομαι

2. εργάζομαι (λειτουργώ):

εργάζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский