Ελληνικά » Γερμανικά

επιχείρησ|η <-εις> [ɛpiˈçirisi] SUBST θηλ

1. επιχείρηση (ενέργεια):

επιχείρηση
Unternehmung θηλ

2. επιχείρηση (εταιρεία):

επιχείρηση
Unternehmen ουδ
αγροτική επιχείρηση
αγροτική επιχείρηση
Agrarbetrieb αρσ
επιχείρηση ακινήτων
ανταγωνιστική επιχείρηση
ατομική επιχείρηση
ατομική επιχείρηση
Einzelfirma θηλ
βιομηχανική επιχείρηση
δημόσια επιχείρηση
εικονική επιχείρηση
Scheinfirma θηλ
εξαγωγική επιχείρηση
εξαγωγική επιχείρηση
Exporteur αρσ
κλειστή επιχείρηση
κρατική επιχείρηση
επιχείρηση του χώρου των ΜΜΕ
μικρή/μεγάλη επιχείρηση
μεταποιητική επιχείρηση
Hotelgewerbe ουδ ενικ
οικογενειακή επιχείρηση
οικοδομική επιχείρηση
οικονομική επιχείρηση
πολυεθνική επιχείρηση
προσωπική επιχείρηση
συνεταιρική επιχείρηση
επιχείρηση παροχής υπηρεσιών
επιχείρηση Τύπου
φαρμακευτική επιχείρηση

Παραδειγματικές φράσεις με επιχείρηση

επιχείρηση θηλ μαϊμού
επιχείρηση θηλ κατεδαφίσεων
επιχείρηση θηλ εξαγωγών
κοινοπρακτική επιχείρηση
δημόσια επιχείρηση
εξαγωγική επιχείρηση
ατομική επιχείρηση
κρατική επιχείρηση
μεταποιητική επιχείρηση
οικογενειακή επιχείρηση
οικοδομική επιχείρηση
οικονομική επιχείρηση
πολυεθνική επιχείρηση
προσωπική επιχείρηση
συνεταιρική επιχείρηση
αγροτική επιχείρηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский