Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισκέπτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επισκέπτης (επισκέπτρια) [ɛpiˈscɛptis, ɛpiˈscɛptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επισκέπτης (επισκέπτρια)
Besucher(in) αρσ (θηλ)
unsere Gäste αρσ πλ
unser Besuch αρσ ενικ
die Messebesucher αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский