Ελληνικά » Γερμανικά

επιπλέον [ɛpiˈplɛɔn] ΕΠΊΡΡ

1. επιπλέον (εξάλλου):

επιπλέον

2. επιπλέον (πρόσθετα):

επιπλέον

Παραδειγματικές φράσεις με επιπλέον

επιπλέον παγόβουνο
επιπλέον φυτό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский