Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιμόρφωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιμόρφωσ|η <-εις> [ɛpiˈmɔrfɔsi] SUBST θηλ

επιμόρφωση
Fortbildung θηλ
λαϊκή επιμόρφωση
ενδοεπιχειρησιακή επιμόρφωση ΟΙΚΟΝ
επαγγελματική επιμόρφωση
επαγγελματική επιμόρφωση
επιμόρφωση προσωπικού

Παραδειγματικές φράσεις με επιμόρφωση

λαϊκή επιμόρφωση
επαγγελματική επιμόρφωση
επιμόρφωση προσωπικού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский