Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικεντρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικεντρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpicɛnˈdrɔnɔ] VERB μεταβ

1. επικεντρώνω ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

επικεντρώνω

2. επικεντρώνω μτφ:

επικεντρώνω κάτι σε κάτι/κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με επικεντρώνω

επικεντρώνω κάτι σε κάτι/κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский