Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιδρομή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιδρομή [ɛpiðrɔˈmi] SUBST θηλ

1. επιδρομή (επίθεση):

επιδρομή
Angriff αρσ
κάνω επιδρομή σε κάτι
αεροπορική επιδρομή
Luftangriff αρσ

2. επιδρομή και μτφ:

Invasion θηλ in +αιτ
κάνω επιδρομή

Παραδειγματικές φράσεις με επιδρομή

αεροπορική επιδρομή
κάνω επιδρομή
κάνω επιδρομή σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский